by athenswpf
Η δρ Τζόις Ασουντάνταγκ γεννήθηκε στην πόλη Κούμπα του Καμερούν. Είναι επίκουρος καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρτφορντ στο Κονέκτικατ. Είναι ηθοποιός και ποιήτρια, έγραψε τα βιβλία Landscaping Postcoloniality: the Dissemination of Anglophone Cameroon Literature και A Basket of Flaming Ashes. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε σύγχρονες ανθολογίες ποίησης όπως στους τόμους Reflections: An Anthology of New Work by African Women Poets, We Have Crossed Many Rivers: New Poetry from Africa, World Poetry Almanac 2011 και Double Fronts: Cameroon Poetry in English. Συμμετείχε στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Γρανάδας στη Νικαράγουα και στο 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Μεντεγίν, στην Κολομβία. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Γιαουντέ στο Καμερούν, πήρε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα στη βιβλιοθηκονομία στο Πανεπιστήμιο της Ουαλίας και ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή της στην αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σίτι της Νέας Υόρκης. Περισσότερα για τον κόσμο της στο μπλογκ: https://www.joyceash.com
Dr. Joyce Ashuntantang was born in Kumba Town, Cameroon. She is presently an Associate Professor of English at University of Hartford, Connecticut. An actress and poet, she is the author of Landscaping Postcoloniality: the Dissemination of Anglophone Cameroon Literature and A Basket of Flaming Ashes. Her poetry has appeared in recent anthologies such as Reflections: An Anthology of New Work by African Women Poets, We Have Crossed Many Rivers: New Poetry from Africa, World Poetry Almanac 2011 and Double Fronts: Cameroon Poetry in English. She was an invited poet at the VII International Poetry Festival, Granada, Nicaragua and 22 Festival Internacional De Poesía De Medellín, Colombia. She earned a B.A in Modern English Studies from the University of Yaoundé, Cameroon, a Masters in Librarianship from the University of Wales, U.K., and a PhD in English from the City University of New York. She blogs her world at www.joyceash.com
Επειδή μας τρώει η φτώχια
Άρχουν και άρχουν μα δεν μιλούμε, δεν μπορούμε
Όταν κραυγάζουμε «δημοκρατία»
Ο δήμος κρατημό δεν έχει
Μας χώνει στο στόμα κλεμμένα ψηφοδέλτια
Τρώμε μέχρι σκασμού
Γιατί μας έφαγε η φτώχια
Πέφτουμε θύμα της «ελευθερίας»
Προσγειωνόμαστε στον πισινό με άδεια χέρια
Τίποτε ελεύθερο δεν κουβαλάει σπονδύλους
Στα τέσσερα έρπουμε και ξύνουμε το χώμα
Γιατί μας έφαγε η φτώχια
Πάντα βρίσκουν νέους σκλάβους
Για μια Βαβέλ της ομιλίας
Νέους σκλάβους με τη γλώσσα στη θήκη
Αδιάντροπα μοντέλα για τις νέες τους αφίσες
Γιατί μας έφαγε η φτώχια
Κουρσεύει ο υπηρέτης και έρχεται στο σπίτι πίσω
Νέος κουμανταδόρος με ρίζες ταπεινές
Λίγο και δεν κλέβει από τον εαυτό του
Το λερωμένο του χαμόγελο σημαδεμένη προδοσία
Γιατί μας φάγαν με τη φτώχια!
Μας κολακεύουν μες στον κήπο μας
Με κόλα καρπούς της ενοχής τους
Αλλά η γυναίκα δεν επιβιώνει μόνο με ψωμί
Αλλά με κάθε σταγόνα αίματος των προγόνων της
Γιατί δεν μας έτρωγε η φτώχια
Because we are Poor…
They rule and rule and we cannot talk
When we cry ‘democracy’
Dem-go-crazy
and stuff our mouths with stolen ballots
We eat till we puke
Because we are poor
We fall for “free”
And land on our butts empty handed
Nothing free carries a spine
On fours we crawl and scratch the earth
Because we are poor
They always find new slaves
To bring a Babel of languages
New slaves with their sheathed tongues
Shameless models for their new posters
Because we are poor
The house boy loots and brings it home
A new chief with humble roots
Close enough to steal from his own
His stained smile a marked betrayal
Because they made us poor!
They woo us in our own garden
Bringing kola nuts of their guilt
But wo/man does not live by bread alone
But on every drop of ancestral blood
Because we have never been poor